-
1 πλατύνω
A widen,τὰ φυλακτήρια Ev.Matt.23.5
;τὴν εἰσβολήν J.BJ5.8.1
; π. τὸ στῖφος widen it out, ib.5.2.1;τοὺς ἐφεξῆς στίχους Arr.Tact.17.2
: metaph.,τὴν ψυχὴν εὐγενεστέραν τῆς φύσεως πλατύνας IG5(2).268.12
(Mantinea, i B.C.):—[voice] Med., τὴν γῆν πλατύνεσθαι widen one's territory, X.Cyr.5.5.34:—[voice] Pass., grow broad, widen out, Arist.Mir. 841a2, Mu. 393a23, etc.; of the pupils, to be dilated, Plu.2.376f: metaph., is opened, relieved from care,2 Ep.Cor.6.11
;ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου LXXPs.118(119).32
.2 ἐπλατύνθη.. τὸ στόμα μου was opened wide, ib. 1 Ki.2.1: hence, metaph., μὴ πλατυνθῇ ἡ καρδία be puffed up, ib.De.11.16:—[voice] Med., talk big of oneself, τί πλατύνεαι, ἠλίθιος ὥς; Timo 34.4.4 amplify,τὸν λόγον Phld.Ind.Sto.24
;τὴν ἑρμηνείαν Hermog.Prog.3
:—[voice] Pass.,διήγησις πλατύνεται τρόποις Id.Inv.2.7
: abs., use amplification, D.H.Din.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατύνω
См. также в других словарях:
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek